Αστικές Πολιτικές: Νάπολη
Η Νάπολη είναι η τρίτη πολυπληθέστερη πόλη της Ιταλίας, μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, πρωτεύουσα της περιφέρειας Καμπανία και της μητροπολιτικής περιοχής της Νάπολης. Χαρακτηριζόμενη από έντονη αστική εξάπλωση και με τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας συγκεντρωμένα στην κεντρική περιοχή της πόλης (και όχι στην περιφέρεια όπως συμβαίνει στο Μιλάνο και τη Ρώμη), την τελευταία δεκαετία η πόλη της Νάπολης πραγματοποίησε μια των αστικών πολιτικών της με επίκεντρο την επανάχρηση της υπάρχουσας ιστορικής κληρονομιάς του κέντρου της πόλης.
Η περίπτωση της Νάπολης παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς μοιάζει η εφαρμογή της πολιτικής του ‘νέου δημοτισμού’ να επικεντρώνεται στην προσπάθεια μετατροπής συγκεκριμένων κτιριακών συγκροτημάτων και υπηρεσιών αστικής πρόνοιας σε αστικά κοινά. Το δυναμικό της καινοτομίας αυτής συνίσταται στην ενεργοποίηση της δυνατότητας συλλογικής διαχείρισης των βασικών αστικών εγκαταστάσεων που διοικούνται ως αστικά κοινά, μέσω μιας δημόσιας-κοινοτικής διακυβέρνησης. Μια τέτοια προσέγγιση αποπειράται (σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις του δήμου) να εξασφαλίσει τη δίκαιη και ανοικτή πρόσβαση, συνδιαμόρφωση και διατήρηση των ‘αναδυόμενων κοινών’, μέσω ενός μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής βιωσιμότητας των αστικών περιουσιακών στοιχείων και υποδομών, το οποίο θέτει ως βασικό άξονα τη διεύρυνση της δημοκρατίας και το όφελος των μελλοντικών γενεών. Η συλλογική αυτή μορφή διακυβέρνησης πραγματοποιείται μέσω της συμμετοχής της κοινότητας των κατοίκων της γειτονιάς στο σχεδιασμό, τον πειραματισμό, τη διαχείριση και την παροχή νέων μορφών πολιτιστικών και κοινωνικών υπηρεσιών.
Με οχτώ πρώην άδεια κτίρια που μετατράπηκαν σε αστική χρήση (L’ Asilo, Giardino Liberato, Lido Pola, Villa Medusa, Ex-Opg Je so’ pazzo, Scugnizzo Liberato, Santa Fede Liberata, Ex- Scuola Schipa), η Νάπολη είναι η επικεφαλής πόλη του δικτύου “URBACT Civic e-State” – ένα τριετές ‘δίκτυο μεταφοράς’ (transfer network) μεταξύ έξι ευρωπαϊκών πόλεων με στόχο τη διάδοση της γνώσης σχετικά με τον τρόπο δημιουργίας, διαχείρισης και διατήρησης αστικών κοινών. Η Νάπολη όρισε τα αστικά κοινά ως υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία, υπηρεσίες και υποδομές, οι οποίες είναι λειτουργικά απαραίτητες για την άσκηση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, η αναγνώριση τους ως συλλογικά αγαθά τα απομακρύνει από την ιδιοκτησιακή λογική της "αποκλειστικής χρήσης", ενώ διαμορφώνει ένα νέο μοντέλο κ αστικής συνδιοίκησης που βασίζεται στο νομικό εργαλείο των "αστικών και συλλογικών χρήσεων" (civic and collective urban use).
Τα νομικά εργαλεία που προέκυψαν από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης της δημαρχείας της Νάπολης με το κίνημα, αν και έχουν τις ρίζες τους στο ιταλικό νομικό σύστημα, χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας σε άλλα αστικά πλαίσια. Αυτή η προσπάθεια ‘χακαρίσματος του νόμου’ προς όφελος ενός διαλόγου μεταξύ θεσμών και κοινότητας, κατάφερε ταυτόχρονα να αναδείξει το πεδίο του πολιτισμού ως πεδίο των κοινών, στο πλαίσιο της απαγκίστρωσης του από τις επιταγές του ιδιωτικού κεφαλαίου και των όρων της αγοράς.
Αρχικά, η συνεργασία ήταν το κλειδί για την έναρξη της διαδικασίας ανάδειξης των αστικών κοινών στη Νάπολη. Η άμεση συνεργασία μεταξύ του Δήμου της Νάπολης και των χρηστών του Asilo ήταν ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία ενός πλαισίου για την αστική χρήση και για τη σκιαγράφηση του νέου ρόλου της διοίκησης του Δήμου ως ‘αρωγού’. Η συνεργασία βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της καθημερινής διαχείρισης των κοινών χώρων. Οι χρήστες γίνονται λύτες προβλημάτων και διαχειριστές πόρων που είναι σε θέση να λαμβάνουν στρατηγικές αποφάσεις σχετικά με τα κοινά περιουσιακά στοιχεία και να τις υλοποιούν με άλλους πολίτες και άλλους αστικούς φορείς.
Ακόμη, η καθημερινή διαχείριση των αστικών κοινών αντανακλά ένα σύστημα πολυκεντρικής διακυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι οι πόροι δεν ανήκουν αποκλειστικά ούτε ρυθμίζονται κεντρικά. Αντί να υπάρχει ένα σύστημα διαχείρισης από πάνω προς τα κάτω, όπου οι οργανώσεις επί τόπου εκτελούν εντολές και λογοδοτούν στην κυβέρνηση της πόλης, οι χώροι των αναδυόμενων κοινών ανήκουν στην κοινότητα και διοικούνται από διάφορα όργανα που αντικατοπτρίζουν την κοινότητα αυτή. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο αλληλεξάρτησης μεταξύ θεσμών και αστικών κοινών, καθώς η διοίκηση δεσμεύεται να πληρώνει ορισμένα από τα έξοδα. Με άλλα λόγια, σε ένα πολυκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, η τοπική διοίκηση αναλαμβάνει το ρόλο του αρωγού, παρέχοντας τα απαραίτητα εργαλεία για να ανθίσουν τα αστικά κοινά και να δημιουργήσουν κοινωνική αξία, διατηρώντας παράλληλα τον συμμετοχικό και ανοικτής πρόσβασης χαρακτήρα τους.
H συμβολή της Νάπολης στη συζήτηση για τη χωρική δικαιοσύνη έγκειται ακριβώς στη χρήση και τη άτυπη διαχείριση αυτών των κενών κτιρίων από τις αστικές κοινότητες, η οποία συνεπάγεται αφενός μια προσωρινή χρήση αυτών των χώρων και αφετέρου δημιούργησε ένα κίνητρο για να αρχίσει η αναζήτηση καινοτόμων μηχανισμών για τη χρήση αυτών των χώρων ως κοινοτικά διαχειριζόμενων περιουσιών. Το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι το κύριο αντικείμενο του ρόλου της Νάπολης ως επικεφαλής εταίρου του δικτύου URBACT Transfer "Civic eState". Η αναγνώριση και εφαρμογή μορφών οργάνωσης και αστικής συνδιοίκησης, με τη δημιουργία ενός καινοτόμου διαλόγου μεταξύ διοίκησης και πολιτών που ξεκίνησε και την οικοδόμηση μιας διαδικασίας συνδημιουργίας, όχι μόνο νομικών εργαλείων και ρυθμίσεων διακυβέρνησης, αλλά και οικονομικών-χρηματοδοτικών εργαλείων που μπορούν να εξασφαλίσουν τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των χώρων.